Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρίν
πρινίδιον
πρίνινος
πρινόκοκκα
πρῖνος
πρινώδης
πρινών
πριονώδης
πριονωτός
πρῖσις
πρῖσμα
πρισματοκαύστης
πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
πριστικός
πριστινάριος
πρίστις
πριστός
πρίω
View word page
πρῖσμα
anything sawn, sawdust

ShortDef

anything sawn, sawdust

Debugging

Headword:
πρῖσμα
Headword (normalized):
πρῖσμα
Headword (normalized/stripped):
πρισμα
IDX:
72756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72757
Key:

Data

{'content': 'anything sawn, sawdust'}