Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρίζω
Πριηνεύς
Πριήνη
πρίν
πρινίδιον
πρίνινος
πρινόκοκκα
πρῖνος
πρινώδης
πρινών
πριονώδης
πριονωτός
πρῖσις
πρῖσμα
πρισματοκαύστης
πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
πριστικός
πριστινάριος
View word page
πριονώδης
like a saw
ShortDef
like a saw
Debugging
Headword:
πριονώδης
Headword (normalized):
πριονώδης
Headword (normalized/stripped):
πριονωδης
IDX:
72753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72754
Key:
Data
{'content': 'like a saw'}