Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πριβατάριος
πρίγκιπες
πρίζω
Πριηνεύς
Πριήνη
πρίν
πρινίδιον
πρίνινος
πρινόκοκκα
πρῖνος
πρινώδης
πρινών
πριονώδης
πριονωτός
πρῖσις
πρῖσμα
πρισματοκαύστης
πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
πρίστης
View word page
πρινώδης
tough as oak
ShortDef
tough as oak
Debugging
Headword:
πρινώδης
Headword (normalized):
πρινώδης
Headword (normalized/stripped):
πρινωδης
IDX:
72751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72752
Key:
Data
{'content': 'tough as oak'}