Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρίασθαι
πριβατάριος
πρίγκιπες
πρίζω
Πριηνεύς
Πριήνη
πρίν
πρινίδιον
πρίνινος
πρινόκοκκα
πρῖνος
πρινώδης
πρινών
πριονώδης
πριονωτός
πρῖσις
πρῖσμα
πρισματοκαύστης
πρισμός
πριστήρ
πριστηροειδής
View word page
πρῖνος
the evergreen oak, ilex

ShortDef

the evergreen oak, ilex

Debugging

Headword:
πρῖνος
Headword (normalized):
πρῖνος
Headword (normalized/stripped):
πρινος
IDX:
72750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72751
Key:

Data

{'content': 'the evergreen oak, ilex'}