Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπίδηλος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπίδοτος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπιζητησία
ἀνεπιζήτητος
ἀνεπίθετος
ἀνεπιθεώρητος
ἀνεπιθόλωτος
ἀνεπιθύμητος
ἀνεπικαλύπτως
ἀνεπίκαυτος
ἀνεπικέλευστος
ἀνεπικινδύνως
ἀνεπικλήρωτος
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίκλιτος
ἀνεπίκλυστος
ἀνεπικοινώνητος
View word page
ἀνεπιθόλωτος
untroubled, unpolluted

ShortDef

untroubled, unpolluted

Debugging

Headword:
ἀνεπιθόλωτος
Headword (normalized):
ἀνεπιθόλωτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιθολωτος
IDX:
7274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7275
Key:

Data

{'content': 'untroubled, unpolluted'}