Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πρίαπος
Πριαπώδης
πρίασθαι
πριβατάριος
πρίγκιπες
πρίζω
Πριηνεύς
Πριήνη
πρίν
πρινίδιον
πρίνινος
πρινόκοκκα
πρῖνος
πρινώδης
πρινών
πριονώδης
πριονωτός
πρῖσις
πρῖσμα
πρισματοκαύστης
πρισμός
View word page
πρίνινος
made from the πρῖνος

ShortDef

made from the πρῖνος

Debugging

Headword:
πρίνινος
Headword (normalized):
πρίνινος
Headword (normalized/stripped):
πρινινος
IDX:
72748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72749
Key:

Data

{'content': 'made from the πρῖνος'}