Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πριαπισταί
Πρίαπος
Πριαπώδης
πρίασθαι
πριβατάριος
πρίγκιπες
πρίζω
Πριηνεύς
Πριήνη
πρίν
πρινίδιον
πρίνινος
πρινόκοκκα
πρῖνος
πρινώδης
πρινών
πριονώδης
πριονωτός
πρῖσις
πρῖσμα
πρισματοκαύστης
View word page
πρινίδιον
little oak
ShortDef
little oak
Debugging
Headword:
πρινίδιον
Headword (normalized):
πρινίδιον
Headword (normalized/stripped):
πρινιδιον
IDX:
72747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72748
Key:
Data
{'content': 'little oak'}