Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πριαπίζω
Πριαπίσκος
Πριαπισκωτός
Πριαπισμός
Πριαπισταί
Πρίαπος
Πριαπώδης
πρίασθαι
πριβατάριος
πρίγκιπες
πρίζω
Πριηνεύς
Πριήνη
πρίν
πρινίδιον
πρίνινος
πρινόκοκκα
πρῖνος
πρινώδης
πρινών
πριονώδης
View word page
πρίζω
saw

ShortDef

saw

Debugging

Headword:
πρίζω
Headword (normalized):
πρίζω
Headword (normalized/stripped):
πριζω
IDX:
72743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72744
Key:

Data

{'content': 'saw'}