Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πριαμίς
πριαμόομαι
Πρίαμος
Πριάπειος
Πριαπίζω
Πριαπίσκος
Πριαπισκωτός
Πριαπισμός
Πριαπισταί
Πρίαπος
Πριαπώδης
πρίασθαι
πριβατάριος
πρίγκιπες
πρίζω
Πριηνεύς
Πριήνη
πρίν
πρινίδιον
πρίνινος
πρινόκοκκα
View word page
Πριαπώδης
like Priapus, lewd

ShortDef

like Priapus, lewd

Debugging

Headword:
Πριαπώδης
Headword (normalized):
πριαπώδης
Headword (normalized/stripped):
πριαπωδης
IDX:
72739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72740
Key:

Data

{'content': 'like Priapus, lewd'}