Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρητήν
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πριαμίς
πριαμόομαι
Πρίαμος
Πριάπειος
Πριαπίζω
Πριαπίσκος
Πριαπισκωτός
Πριαπισμός
Πριαπισταί
Πρίαπος
Πριαπώδης
πρίασθαι
πριβατάριος
πρίγκιπες
πρίζω
Πριηνεύς
Πριήνη
πρίν
View word page
Πριαπισμός
priapism

ShortDef

priapism

Debugging

Headword:
Πριαπισμός
Headword (normalized):
πριαπισμός
Headword (normalized/stripped):
πριαπισμος
IDX:
72736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72737
Key:

Data

{'content': 'priapism'}