Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρητήν
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πριαμίς
πριαμόομαι
Πρίαμος
Πριάπειος
Πριαπίζω
Πριαπίσκος
Πριαπισκωτός
Πριαπισμός
Πριαπισταί
Πρίαπος
Πριαπώδης
πρίασθαι
πριβατάριος
πρίγκιπες
πρίζω
Πριηνεύς
View word page
Πριαπίσκος
dilator

ShortDef

dilator

Debugging

Headword:
Πριαπίσκος
Headword (normalized):
πριαπίσκος
Headword (normalized/stripped):
πριαπισκος
IDX:
72734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72735
Key:

Data

{'content': 'dilator'}