Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρηστήρ
πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρητήν
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πριαμίς
πριαμόομαι
Πρίαμος
Πριάπειος
Πριαπίζω
Πριαπίσκος
Πριαπισκωτός
Πριαπισμός
Πριαπισταί
Πρίαπος
Πριαπώδης
πρίασθαι
πριβατάριος
πρίγκιπες
πρίζω
View word page
Πριαπίζω
to be lewd
ShortDef
to be lewd
Debugging
Headword:
Πριαπίζω
Headword (normalized):
πριαπίζω
Headword (normalized/stripped):
πριαπιζω
IDX:
72733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72734
Key:
Data
{'content': 'to be lewd'}