Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρῆσμα
πρηστήρ
πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρητήν
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πριαμίς
πριαμόομαι
Πρίαμος
Πριάπειος
Πριαπίζω
Πριαπίσκος
Πριαπισκωτός
Πριαπισμός
Πριαπισταί
Πρίαπος
Πριαπώδης
πρίασθαι
πριβατάριος
πρίγκιπες
View word page
Πριάπειος
of Priapus

ShortDef

of Priapus

Debugging

Headword:
Πριάπειος
Headword (normalized):
πριάπειος
Headword (normalized/stripped):
πριαπειος
IDX:
72732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72733
Key:

Data

{'content': 'of Priapus'}