Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρῆσις2
πρῆσμα
πρηστήρ
πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρητήν
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πριαμίς
πριαμόομαι
Πρίαμος
Πριάπειος
Πριαπίζω
Πριαπίσκος
Πριαπισκωτός
Πριαπισμός
Πριαπισταί
Πρίαπος
Πριαπώδης
πρίασθαι
πριβατάριος
View word page
Πρίαμος
Priam
ShortDef
Priam
Debugging
Headword:
Πρίαμος
Headword (normalized):
πρίαμος
Headword (normalized/stripped):
πριαμος
IDX:
72731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72732
Key:
Data
{'content': 'Priam'}