Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρῆσις
πρῆσις2
πρῆσμα
πρηστήρ
πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρητήν
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πριαμίς
πριαμόομαι
Πρίαμος
Πριάπειος
Πριαπίζω
Πριαπίσκος
Πριαπισκωτός
Πριαπισμός
Πριαπισταί
Πρίαπος
Πριαπώδης
πρίασθαι
View word page
πριαμόομαι
to have one's head shaven
ShortDef
to have one's head shaven
Debugging
Headword:
πριαμόομαι
Headword (normalized):
πριαμόομαι
Headword (normalized/stripped):
πριαμοομαι
IDX:
72730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72731
Key:
Data
{'content': "to have one's head shaven"}