Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπίδεκτος
ἀνεπίδετος
ἀνεπίδηλος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπίδοτος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπιζητησία
ἀνεπιζήτητος
ἀνεπίθετος
ἀνεπιθεώρητος
ἀνεπιθόλωτος
ἀνεπιθύμητος
ἀνεπικαλύπτως
ἀνεπίκαυτος
ἀνεπικέλευστος
ἀνεπικινδύνως
ἀνεπικλήρωτος
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίκλιτος
View word page
ἀνεπίθετος
admitting no addition

ShortDef

admitting no addition

Debugging

Headword:
ἀνεπίθετος
Headword (normalized):
ἀνεπίθετος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιθετος
IDX:
7272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7273
Key:

Data

{'content': 'admitting no addition'}