Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρημαδίη
πρημαίνω
πρημνάς
πρημονάω
πρηνής
πρηνίζω
Πρηξάσπης
πρῆξις
Πρησενταῖος
πρῆσις
πρῆσις2
πρῆσμα
πρηστήρ
πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρητήν
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πριαμίς
πριαμόομαι
Πρίαμος
View word page
πρῆσις2
blowing up, distension

ShortDef

sale
blowing up, distension

Debugging

Headword:
πρῆσις2
Headword (normalized):
πρῆσις
Headword (normalized/stripped):
πρησις2
IDX:
72721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72722
Key:

Data

{'content': 'blowing up, distension'}