Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρῆμα
πρημαδίη
πρημαίνω
πρημνάς
πρημονάω
πρηνής
πρηνίζω
Πρηξάσπης
πρῆξις
Πρησενταῖος
πρῆσις
πρῆσις2
πρῆσμα
πρηστήρ
πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρητήν
Πριαμίδης
Πριαμικός
Πριαμίς
πριαμόομαι
View word page
πρῆσις
sale
ShortDef
sale
blowing up, distension
Debugging
Headword:
πρῆσις
Headword (normalized):
πρῆσις
Headword (normalized/stripped):
πρησις
IDX:
72720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72721
Key:
Data
{'content': 'sale'}