Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρηγορεών
πρηδών
πρήθω
πρηκτήρ
πρῆμα
πρημαδίη
πρημαίνω
πρημνάς
πρημονάω
πρηνής
πρηνίζω
Πρηξάσπης
πρῆξις
Πρησενταῖος
πρῆσις
πρῆσις2
πρῆσμα
πρηστήρ
πρηστηριάζω
πρηστηροσόχος
πρητήν
View word page
πρηνίζω
to throw headlong (LSJ πρανίζω)

ShortDef

to throw headlong (LSJ πρανίζω)

Debugging

Headword:
πρηνίζω
Headword (normalized):
πρηνίζω
Headword (normalized/stripped):
πρηνιζω
IDX:
72716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72717
Key:

Data

{'content': 'to throw headlong (LSJ πρανίζω)'}