Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πρέσβων
πρευμένεια
πρευμενής
πρηγιστεύω
πρηγορεών
πρηδών
πρήθω
πρηκτήρ
πρῆμα
πρημαδίη
πρημαίνω
πρημνάς
πρημονάω
πρηνής
πρηνίζω
Πρηξάσπης
πρῆξις
Πρησενταῖος
πρῆσις
πρῆσις2
πρῆσμα
View word page
πρημαίνω
to blow hard
ShortDef
to blow hard
Debugging
Headword:
πρημαίνω
Headword (normalized):
πρημαίνω
Headword (normalized/stripped):
πρημαινω
IDX:
72712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72713
Key:
Data
{'content': 'to blow hard'}