Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρεσβυτοδόκος
Πρέσβων
πρευμένεια
πρευμενής
πρηγιστεύω
πρηγορεών
πρηδών
πρήθω
πρηκτήρ
πρῆμα
πρημαδίη
πρημαίνω
πρημνάς
πρημονάω
πρηνής
πρηνίζω
Πρηξάσπης
πρῆξις
Πρησενταῖος
πρῆσις
πρῆσις2
View word page
πρημαδίη
olive
ShortDef
olive
Debugging
Headword:
πρημαδίη
Headword (normalized):
πρημαδίη
Headword (normalized/stripped):
πρημαδιη
IDX:
72711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72712
Key:
Data
{'content': 'olive'}