Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρεσβῦτις
πρεσβυτοδόκος
Πρέσβων
πρευμένεια
πρευμενής
πρηγιστεύω
πρηγορεών
πρηδών
πρήθω
πρηκτήρ
πρῆμα
πρημαδίη
πρημαίνω
πρημνάς
πρημονάω
πρηνής
πρηνίζω
Πρηξάσπης
πρῆξις
Πρησενταῖος
πρῆσις
View word page
πρῆμα
swelling

ShortDef

swelling

Debugging

Headword:
πρῆμα
Headword (normalized):
πρῆμα
Headword (normalized/stripped):
πρημα
IDX:
72710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72711
Key:

Data

{'content': 'swelling'}