Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρεσβυτοδόκος
Πρέσβων
πρευμένεια
πρευμενής
πρηγιστεύω
πρηγορεών
πρηδών
πρήθω
πρηκτήρ
πρῆμα
πρημαδίη
πρημαίνω
πρημνάς
πρημονάω
πρηνής
πρηνίζω
Πρηξάσπης
πρῆξις
Πρησενταῖος
View word page
πρηκτήρ
doer

ShortDef

doer

Debugging

Headword:
πρηκτήρ
Headword (normalized):
πρηκτήρ
Headword (normalized/stripped):
πρηκτηρ
IDX:
72709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72710
Key:

Data

{'content': 'doer'}