Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρεσβύτης2
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρεσβυτοδόκος
Πρέσβων
πρευμένεια
πρευμενής
πρηγιστεύω
πρηγορεών
πρηδών
πρήθω
πρηκτήρ
πρῆμα
πρημαδίη
πρημαίνω
πρημνάς
πρημονάω
πρηνής
πρηνίζω
Πρηξάσπης
πρῆξις
View word page
πρήθω
to blow up, swell out by blowing

ShortDef

to blow up, swell out by blowing

Debugging

Headword:
πρήθω
Headword (normalized):
πρήθω
Headword (normalized/stripped):
πρηθω
IDX:
72708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72709
Key:

Data

{'content': 'to blow up, swell out by blowing'}