Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβύτης2
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρεσβυτοδόκος
Πρέσβων
πρευμένεια
πρευμενής
πρηγιστεύω
πρηγορεών
πρηδών
πρήθω
πρηκτήρ
πρῆμα
πρημαδίη
πρημαίνω
View word page
Πρέσβων
Presbon, (pl.) Elders

ShortDef

Presbon, (pl.) Elders

Debugging

Headword:
Πρέσβων
Headword (normalized):
πρέσβων
Headword (normalized/stripped):
πρεσβων
IDX:
72702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72703
Key:

Data

{'content': 'Presbon, (pl.) Elders'}