Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρέσβις2
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβύτης2
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρεσβυτοδόκος
Πρέσβων
πρευμένεια
πρευμενής
πρηγιστεύω
πρηγορεών
πρηδών
πρήθω
πρηκτήρ
πρῆμα
View word page
πρεσβῦτις
an aged woman

ShortDef

an aged woman

Debugging

Headword:
πρεσβῦτις
Headword (normalized):
πρεσβῦτις
Headword (normalized/stripped):
πρεσβυτις
IDX:
72700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72701
Key:

Data

{'content': 'an aged woman'}