Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρέσβις
πρέσβις2
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβύτης2
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρεσβυτοδόκος
Πρέσβων
πρευμένεια
πρευμενής
πρηγιστεύω
πρηγορεών
πρηδών
πρήθω
πρηκτήρ
View word page
πρεσβυτικός
like an old man, elderly

ShortDef

like an old man, elderly

Debugging

Headword:
πρεσβυτικός
Headword (normalized):
πρεσβυτικός
Headword (normalized/stripped):
πρεσβυτικος
IDX:
72699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72700
Key:

Data

{'content': 'like an old man, elderly'}