Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
View word page
ἀγριάω
to be savage

ShortDef

to be savage

Debugging

Headword:
ἀγριάω
Headword (normalized):
ἀγριάω
Headword (normalized/stripped):
αγριαω
IDX:
726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-727
Key:

Data

{'content': 'to be savage'}