Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρεσβήϊον
πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβις2
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβύτης2
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρεσβυτοδόκος
Πρέσβων
πρευμένεια
πρευμενής
πρηγιστεύω
πρηγορεών
πρηδών
View word page
πρεσβύτης
age
ShortDef
age
old man
Debugging
Headword:
πρεσβύτης
Headword (normalized):
πρεσβύτης
Headword (normalized/stripped):
πρεσβυτης
IDX:
72697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72698
Key:
Data
{'content': 'age'}