Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρεσβευτικός
πρεσβεύω
πρεσβήϊον
πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβις2
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβύτης2
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρεσβυτοδόκος
Πρέσβων
πρευμένεια
πρευμενής
πρηγιστεύω
View word page
πρέσβυς
an old man; pl. ambassadors

ShortDef

an old man; pl. ambassadors

Debugging

Headword:
πρέσβυς
Headword (normalized):
πρέσβυς
Headword (normalized/stripped):
πρεσβυς
IDX:
72695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72696
Key:

Data

{'content': 'an old man; pl. ambassadors'}