Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρεσβευτής
πρεσβευτικός
πρεσβεύω
πρεσβήϊον
πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβις2
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβύτης2
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρεσβυτοδόκος
Πρέσβων
πρευμένεια
πρευμενής
View word page
πρεσβυγενής
eldest-born, first-born

ShortDef

eldest-born, first-born

Debugging

Headword:
πρεσβυγενής
Headword (normalized):
πρεσβυγενής
Headword (normalized/stripped):
πρεσβυγενης
IDX:
72694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72695
Key:

Data

{'content': 'eldest-born, first-born'}