Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρέσβευμα
πρεσβεύς
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβευτικός
πρεσβεύω
πρεσβήϊον
πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβις2
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβύτης2
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
πρεσβυτοδόκος
View word page
πρέσβιστος
eldest, most august, most honoured
ShortDef
eldest, most august, most honoured
Debugging
Headword:
πρέσβιστος
Headword (normalized):
πρέσβιστος
Headword (normalized/stripped):
πρεσβιστος
IDX:
72691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72692
Key:
Data
{'content': 'eldest, most august, most honoured'}