Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρεσβειόομαι
πρέσβευμα
πρεσβεύς
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβευτικός
πρεσβεύω
πρεσβήϊον
πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβις2
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβύτης2
πρεσβυτικός
πρεσβῦτις
View word page
πρέσβις2
age

ShortDef

old age; old woman
age

Debugging

Headword:
πρέσβις2
Headword (normalized):
πρέσβις
Headword (normalized/stripped):
πρεσβις2
IDX:
72690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72691
Key:

Data

{'content': 'age'}