Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρεσβεῖον
πρεσβειόομαι
πρέσβευμα
πρεσβεύς
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβευτικός
πρεσβεύω
πρεσβήϊον
πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβις2
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
πρεσβύτης
πρεσβύτης2
πρεσβυτικός
View word page
πρέσβις
old age; old woman

ShortDef

old age; old woman
age

Debugging

Headword:
πρέσβις
Headword (normalized):
πρέσβις
Headword (normalized/stripped):
πρεσβις
IDX:
72689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72690
Key:

Data

{'content': 'old age; old woman'}