Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρέσβεα
πρεσβεία
πρέσβεια
πρεσβεῖον
πρεσβειόομαι
πρέσβευμα
πρεσβεύς
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβευτικός
πρεσβεύω
πρεσβήϊον
πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβις2
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
πρεσβυτέριον
View word page
πρεσβεύω
to be the elder; to be an ambassador

ShortDef

to be the elder; to be an ambassador

Debugging

Headword:
πρεσβεύω
Headword (normalized):
πρεσβεύω
Headword (normalized/stripped):
πρεσβευω
IDX:
72686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72687
Key:

Data

{'content': 'to be the elder; to be an ambassador'}