Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρέσβα
πρέσβεα
πρεσβεία
πρέσβεια
πρεσβεῖον
πρεσβειόομαι
πρέσβευμα
πρεσβεύς
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβευτικός
πρεσβεύω
πρεσβήϊον
πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβις2
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
πρέσβυς
View word page
πρεσβευτικός
of or for an ambassador or embassy

ShortDef

of or for an ambassador or embassy

Debugging

Headword:
πρεσβευτικός
Headword (normalized):
πρεσβευτικός
Headword (normalized/stripped):
πρεσβευτικος
IDX:
72685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72686
Key:

Data

{'content': 'of or for an ambassador or embassy'}