Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρέπων
πρέσβα
πρέσβεα
πρεσβεία
πρέσβεια
πρεσβεῖον
πρεσβειόομαι
πρέσβευμα
πρεσβεύς
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβευτικός
πρεσβεύω
πρεσβήϊον
πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβις2
πρέσβιστος
πρέσβος
πρεσβυγένεια
πρεσβυγενής
View word page
πρεσβευτής
an ambassador

ShortDef

an ambassador

Debugging

Headword:
πρεσβευτής
Headword (normalized):
πρεσβευτής
Headword (normalized/stripped):
πρεσβευτης
IDX:
72684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72685
Key:

Data

{'content': 'an ambassador'}