Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρεπτός
πρέπω
πρεπώδης
πρέπων
πρέσβα
πρέσβεα
πρεσβεία
πρέσβεια
πρεσβεῖον
πρεσβειόομαι
πρέσβευμα
πρεσβεύς
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβευτικός
πρεσβεύω
πρεσβήϊον
πρεσβηΐς
πρέσβις
πρέσβις2
πρέσβιστος
View word page
πρέσβευμα
an ambassador, embassy

ShortDef

an ambassador, embassy

Debugging

Headword:
πρέσβευμα
Headword (normalized):
πρέσβευμα
Headword (normalized/stripped):
πρεσβευμα
IDX:
72681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72682
Key:

Data

{'content': 'an ambassador, embassy'}