Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπίγνωστος
ἀνεπίγραφος
ἀνεπιδάνειστος
ἀνεπιδείκνυμι
ἀνεπίδεικτος
ἀνεπίδεκτος
ἀνεπίδετος
ἀνεπίδηλος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπίδοτος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπιζητησία
ἀνεπιζήτητος
ἀνεπίθετος
ἀνεπιθεώρητος
ἀνεπιθόλωτος
ἀνεπιθύμητος
ἀνεπικαλύπτως
ἀνεπίκαυτος
View word page
ἀνεπίδοτος
not growing
ShortDef
not growing
Debugging
Headword:
ἀνεπίδοτος
Headword (normalized):
ἀνεπίδοτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιδοτος
IDX:
7267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7268
Key:
Data
{'content': 'not growing'}