Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεμνώδης
πρεπόντως
πρεπτός
πρέπω
πρεπώδης
πρέπων
πρέσβα
πρέσβεα
πρεσβεία
πρέσβεια
πρεσβεῖον
πρεσβειόομαι
πρέσβευμα
πρεσβεύς
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβευτικός
πρεσβεύω
πρεσβήϊον
View word page
πρεσβεία
age, seniority; embassy

ShortDef

age, seniority; embassy

Debugging

Headword:
πρεσβεία
Headword (normalized):
πρεσβεία
Headword (normalized/stripped):
πρεσβεια
IDX:
72677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72678
Key:

Data

{'content': 'age, seniority; embassy'}