Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρεμνίζω
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεμνώδης
πρεπόντως
πρεπτός
πρέπω
πρεπώδης
πρέπων
πρέσβα
πρέσβεα
πρεσβεία
πρέσβεια
πρεσβεῖον
πρεσβειόομαι
πρέσβευμα
πρεσβεύς
πρέσβευσις
πρεσβευτής
πρεσβευτικός
πρεσβεύω
View word page
πρέσβεα
old woman

ShortDef

old woman

Debugging

Headword:
πρέσβεα
Headword (normalized):
πρέσβεα
Headword (normalized/stripped):
πρεσβεα
IDX:
72676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72677
Key:

Data

{'content': 'old woman'}