Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πραΰτροπος
πρείγα
πρεῖγυς
πρεμνίζω
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεμνώδης
πρεπόντως
πρεπτός
πρέπω
πρεπώδης
πρέπων
πρέσβα
πρέσβεα
πρεσβεία
πρέσβεια
πρεσβεῖον
πρεσβειόομαι
πρέσβευμα
πρεσβεύς
πρέσβευσις
View word page
πρεπώδης
fit, becoming, suitable, proper
ShortDef
fit, becoming, suitable, proper
Debugging
Headword:
πρεπώδης
Headword (normalized):
πρεπώδης
Headword (normalized/stripped):
πρεπωδης
IDX:
72673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72674
Key:
Data
{'content': 'fit, becoming, suitable, proper'}