Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πραϋσμός
πραϋτένων
πραΰτοκος
πραΰτροπος
πρείγα
πρεῖγυς
πρεμνίζω
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεμνώδης
πρεπόντως
πρεπτός
πρέπω
πρεπώδης
πρέπων
πρέσβα
πρέσβεα
πρεσβεία
πρέσβεια
πρεσβεῖον
πρεσβειόομαι
View word page
πρεπόντως
in fit manner, meetly, beseemingly, gracefully

ShortDef

in fit manner, meetly, beseemingly, gracefully

Debugging

Headword:
πρεπόντως
Headword (normalized):
πρεπόντως
Headword (normalized/stripped):
πρεποντως
IDX:
72670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72671
Key:

Data

{'content': 'in fit manner, meetly, beseemingly, gracefully'}