Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πραΰς
πραϋσμός
πραϋτένων
πραΰτοκος
πραΰτροπος
πρείγα
πρεῖγυς
πρεμνίζω
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεμνώδης
πρεπόντως
πρεπτός
πρέπω
πρεπώδης
πρέπων
πρέσβα
πρέσβεα
πρεσβεία
πρέσβεια
πρεσβεῖον
View word page
πρεμνώδης
like a trunk

ShortDef

like a trunk

Debugging

Headword:
πρεμνώδης
Headword (normalized):
πρεμνώδης
Headword (normalized/stripped):
πρεμνωδης
IDX:
72669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72670
Key:

Data

{'content': 'like a trunk'}