Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πραΰνω
πραϋπάθεια
πραϋπαθέω
πραϋπαθής
πραΰς
πραϋσμός
πραϋτένων
πραΰτοκος
πραΰτροπος
πρείγα
πρεῖγυς
πρεμνίζω
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεμνώδης
πρεπόντως
πρεπτός
πρέπω
πρεπώδης
πρέπων
πρέσβα
View word page
πρεῖγυς
old man
ShortDef
old man
Debugging
Headword:
πρεῖγυς
Headword (normalized):
πρεῖγυς
Headword (normalized/stripped):
πρειγυς
IDX:
72665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72666
Key:
Data
{'content': 'old man'}