Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πράϋνσις
πραϋντής
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋπάθεια
πραϋπαθέω
πραϋπαθής
πραΰς
πραϋσμός
πραϋτένων
πραΰτοκος
πραΰτροπος
πρείγα
πρεῖγυς
πρεμνίζω
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεμνώδης
πρεπόντως
πρεπτός
πρέπω
View word page
πραΰτοκος
with easy parturition

ShortDef

with easy parturition

Debugging

Headword:
πραΰτοκος
Headword (normalized):
πραΰτοκος
Headword (normalized/stripped):
πραυτοκος
IDX:
72662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72663
Key:

Data

{'content': 'with easy parturition'}