Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντής
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋπάθεια
πραϋπαθέω
πραϋπαθής
πραΰς
πραϋσμός
πραϋτένων
πραΰτοκος
πραΰτροπος
πρείγα
πρεῖγυς
πρεμνίζω
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεμνώδης
πρεπόντως
πρεπτός
View word page
πραϋτένων
with tamed neck

ShortDef

with tamed neck

Debugging

Headword:
πραϋτένων
Headword (normalized):
πραϋτένων
Headword (normalized/stripped):
πραυτενων
IDX:
72661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72662
Key:

Data

{'content': 'with tamed neck'}