Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πραϋμενής
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντής
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋπάθεια
πραϋπαθέω
πραϋπαθής
πραΰς
πραϋσμός
πραϋτένων
πραΰτοκος
πραΰτροπος
πρείγα
πρεῖγυς
πρεμνίζω
πρέμνοθεν
πρέμνον
πρεμνώδης
View word page
πραΰς
gentle
ShortDef
gentle
Debugging
Headword:
πραΰς
Headword (normalized):
πραΰς
Headword (normalized/stripped):
πραυς
IDX:
72659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72660
Key:
Data
{'content': 'gentle'}