Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πραϋλόγος
πραϋμενής
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντής
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋπάθεια
πραϋπαθέω
πραϋπαθής
πραΰς
πραϋσμός
πραϋτένων
πραΰτοκος
πραΰτροπος
πρείγα
πρεῖγυς
πρεμνίζω
πρέμνοθεν
πρέμνον
View word page
πραϋπαθής
mild-tempered
ShortDef
mild-tempered
Debugging
Headword:
πραϋπαθής
Headword (normalized):
πραϋπαθής
Headword (normalized/stripped):
πραυπαθης
IDX:
72658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72659
Key:
Data
{'content': 'mild-tempered'}