Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρατός
πραΰγελως
πραΰθυμος
πραϋλόγος
πραϋμενής
πραΰμητις
πραΰνοος
πράϋνσις
πραϋντής
πραϋντικός
πραΰνω
πραϋπάθεια
πραϋπαθέω
πραϋπαθής
πραΰς
πραϋσμός
πραϋτένων
πραΰτοκος
πραΰτροπος
πρείγα
πρεῖγυς
View word page
πραΰνω
make soft, mild
ShortDef
make soft, mild
Debugging
Headword:
πραΰνω
Headword (normalized):
πραΰνω
Headword (normalized/stripped):
πραυνω
IDX:
72655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-72656
Key:
Data
{'content': 'make soft, mild'}